φελπένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φελπένιος η φελπένια το φελπένιο
      γενική του φελπένιου της φελπένιας του φελπένιου
    αιτιατική τον φελπένιο τη φελπένια το φελπένιο
     κλητική φελπένιε φελπένια φελπένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φελπένιοι οι φελπένιες τα φελπένια
      γενική των φελπένιων των φελπένιων των φελπένιων
    αιτιατική τους φελπένιους τις φελπένιες τα φελπένια
     κλητική φελπένιοι φελπένιες φελπένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελπένιος < φέλπ(α) (απομίμηση βελούδου) + -ένιος

Επίθετο[επεξεργασία]

φελπένιος, -α, -ο [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φελπένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)