φενάκη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φενάκη | οι | φενάκες |
γενική | της | φενάκης | των | φενακών |
αιτιατική | τη | φενάκη | τις | φενάκες |
κλητική | φενάκη | φενάκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φενάκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φενάκη (περούκα) < φέναξ [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /feˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐νά‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φενάκη θηλυκό
- το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
φενᾱκᾱ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | φενάκη | αἱ | φενᾶκαι | ||||
γενική | τῆς | φενάκης | τῶν | φενακῶν | ||||
δοτική | τῇ | φενάκῃ | ταῖς | φενάκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | φενάκην | τὰς | φενάκᾱς | ||||
κλητική ὦ! | φενάκη | φενᾶκαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φενάκᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φενάκαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φενάκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φέναξ, φενακ- + -η [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φενάκη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη φέναξ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (καθαρεύουσα): φενάκη η περούκα
- ※ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία αὐτῆς ἡμιλλᾶτο πρὸς τῆς 'Ἴριδος τὴν ποικιλίαν, ή κόμη ἢ μᾶλλον φενάκη ἀπὸ πρωίας βοστρυχισμένη (Εμμανουήλ Ροΐδης, Πανδαμάτειρα και Πανδαμάτωρ)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- φενάκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φενάκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'νίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)