φεουδαλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεουδαλικός η φεουδαλική το φεουδαλικό
      γενική του φεουδαλικού της φεουδαλικής του φεουδαλικού
    αιτιατική τον φεουδαλικό τη φεουδαλική το φεουδαλικό
     κλητική φεουδαλικέ φεουδαλική φεουδαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεουδαλικοί οι φεουδαλικές τα φεουδαλικά
      γενική των φεουδαλικών των φεουδαλικών των φεουδαλικών
    αιτιατική τους φεουδαλικούς τις φεουδαλικές τα φεουδαλικά
     κλητική φεουδαλικοί φεουδαλικές φεουδαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεουδαλικός < (μεταφραστικό δάνειο) feudal
H λέξη μαρτυρείται απ' το 1789

Επίθετο[επεξεργασία]

φεουδαλικός -ή -ό