φεουδαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεουδαλισμός οι φεουδαλισμοί
      γενική του φεουδαλισμού των φεουδαλισμών
    αιτιατική τον φεουδαλισμό τους φεουδαλισμούς
     κλητική φεουδαλισμέ φεουδαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεουδαλισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεουδαλισμός αρσενικό

  • πολιτικοκοινωνικό σύστημα του μεσαίωνα κατά το οποίο η χώρα ήταν χωρισμένη σε φέουδα· κατά το σύστημα αυτό, μια χώρα χωριζόταν σε πολλές μικρές ηγεμονίες, οι οποίες όμως αναγνώριζαν τον κεντρικό ηγεμόνα της χώρας ως ανώτατο άρχοντα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]