φερέοικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερέοικος η φερέοικη το φερέοικο
      γενική του φερέοικου της φερέοικης του φερέοικου
    αιτιατική τον φερέοικο τη φερέοικη το φερέοικο
     κλητική φερέοικε φερέοικη φερέοικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερέοικοι οι φερέοικες τα φερέοικα
      γενική των φερέοικων των φερέοικων των φερέοικων
    αιτιατική τους φερέοικους τις φερέοικες τα φερέοικα
     κλητική φερέοικοι φερέοικες φερέοικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φερέοικος < φέρω + οίκος

Επίθετο[επεξεργασία]

φερέοικος -η -ο

  1. που κουβαλάει το σπίτι του, ο περιπλανώμενος
  2. που έχει κέλυφος ή καβούκι, ιδίως για το σαλιγκάρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]