φετιάλιοι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | οἱ | φετιάλιοι | ||||||
γενική | τῶν | φετιαλίων | ||||||
δοτική | τοῖς | φετιαλίοις | ||||||
αιτιατική | τοὺς | φετιαλίους | ||||||
κλητική ὦ! | φετιάλιοι | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φετιάλιοι (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική fetiales < fetialis
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]φετιάλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (& φιτιαλεῖς & φητιάλιοι)
- (ελληνιστική κοινή , νομικός όρος) 20 ρωμαίοι ειρηνοδίκες ιερείς που κήρυτταν επίσημα την έναρξη ειρήνη, ανακωχής, συμμαχίας κ.λπ.
- ※ τῶν καλουμένων φετιαλίων. οὗτοι δ΄ ἂν εἴησαν κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν καλούμενοι διάλεκτον εἰρηνοδίκαι (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 2.72.1)
Πηγές
[επεξεργασία]- φετιάλιοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Νομικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)