φετιχίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φετιχίστρια < φετιχιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φετιχίστρια θηλυκό
- θηλυκό του φετιχιστής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φετίχ