φετιχίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φετιχίστρια < φετιχιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φετιχίστρια θηλυκό
- θηλυκό του φετιχιστής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φετίχ