φετιχιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φετιχικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φετιχιστικός η φετιχιστική το φετιχιστικό
      γενική του φετιχιστικού της φετιχιστικής του φετιχιστικού
    αιτιατική τον φετιχιστικό τη φετιχιστική το φετιχιστικό
     κλητική φετιχιστικέ φετιχιστική φετιχιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φετιχιστικοί οι φετιχιστικές τα φετιχιστικά
      γενική των φετιχιστικών των φετιχιστικών των φετιχιστικών
    αιτιατική τους φετιχιστικούς τις φετιχιστικές τα φετιχιστικά
     κλητική φετιχιστικοί φετιχιστικές φετιχιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φετιχιστικός < φετιχιστ(ής) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fe.ti.çi.stiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

φετιχιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]