φευγαλέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φευγαλέα < φευγαλέος
Επίρρημα[επεξεργασία]
φευγαλέα
- για μια στιγμή, όχι καθαρά
- τον είδα φευγεαλέα την ώρα που έμπαινα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φευγαλέα