φευκτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φευκτός | η | φευκτή | το | φευκτό |
γενική | του | φευκτού | της | φευκτής | του | φευκτού |
αιτιατική | τον | φευκτό | τη | φευκτή | το | φευκτό |
κλητική | φευκτέ | φευκτή | φευκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φευκτοί | οι | φευκτές | τα | φευκτά |
γενική | των | φευκτών | των | φευκτών | των | φευκτών |
αιτιατική | τους | φευκτούς | τις | φευκτές | τα | φευκτά |
κλητική | φευκτοί | φευκτές | φευκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φευκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φευκτός < φεύγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fefˈktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φευ‐κτός
Επίθετο[επεξεργασία]
φευκτός, -ή, -ό
- (λόγιο) που μπορεί να αποφευχθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναπόφευκτος
- αναπόφευκτος
- άφευκτα
- άφευκτος
- → δείτε τη λέξη φεύγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φευκτός < (ρηματικό επίθετο) του φεύγω
Επίθετο[επεξεργασία]
φευκτός, -ή, -όν
- που τον αναβάλλεις ή τον αποφεύγεις
- που μπορείς να τον αποφύγεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φευκτέον (που πρέπει να το αποφύγεις)
→ και δείτε τη λέξη φεύγω
Πηγές[επεξεργασία]
- φευκτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φευκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)