φεῦ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεῦ < ηχομιμητικό (από την ισχυρή εκπνοή του φυ)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
φεῦ
- σχετλιαστικό επιφώνημα, αλίμονο
- Φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους. (Ξενοφ. Αγησίλαος 7.5)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φεύζω (φωνάζω φεῦ, οἰμώζω)