φθίνουσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
φθίνουσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φθίνων και του φθίνοντας
- που ελαττώνεται συνεχώς, που εξασθενεί, που χειροτερεύει
- ↪ φθίνουσα σελήνη
- ↪ λόγω ηλικίας, η κατάστασή του πλέον χαρακτηρίζεται φθίνουσα
- ↪ η οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία
- (μαθηματικά) που ελαττώνεται, μικραίνει
- ↪ Τοποθετήστε σε φθίνουσα σειρά τους αριθμούς... / φθίνουσα συνάρτηση
- (φυσική) που τείνει σταδιακά να παύσει
- ↪ Φθίνουσα ή αποσβενύμενη ταλάντωση
- που ελαττώνεται συνεχώς, που εξασθενεί, που χειροτερεύει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φθίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθίνουσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναρτήσεις