φθινοπωρινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθινοπωρινός < αρχαία ελληνική φθινοπωρινός < φθινόπωρον
Επίθετο[επεξεργασία]
φθινοπωρινός, -ή, -ό
- που συμβαίνει κατά το φθινόπωρο ή σχετικό με αυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθινοπωρινός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φθινοπωρινός
- ό,τι και στη νεοελληνική, δηλ. ο σχετικός με την εποχή του φθινοπώρου
- θερινοὶ τεταρταῖοι τὰ πολλὰ γίνονται βραχέες, οἱ δὲ φθινοπωρινοὶ, μακροὶ