φθινόπωρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φθινόπωρον | τὰ | φθινόπωρᾰ |
γενική | τοῦ | φθινοπώρου | τῶν | φθινοπώρων |
δοτική | τῷ | φθινοπώρῳ | τοῖς | φθινοπώροις |
αιτιατική | τὸ | φθινόπωρον | τὰ | φθινόπωρᾰ |
κλητική ὦ! | φθινόπωρον | φθινόπωρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθινοπώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φθινοπώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθινόπωρον, ήδη τον 5ο αιώνα < φθίνω + ὀπώρ(α) + -ον. κυριολεκτικά: Η εποχή που φθίνουν, δηλαδή λιγοστεύουν τα φρούτα ή τελειώνει η ὀπώρα (η εποχή).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φθινόπωρον θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φθινόπωρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθινόπωρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εποχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)