φθινόπωρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φθινόπωρον τὰ φθινόπωρ
      γενική τοῦ φθινοπώρου τῶν φθινοπώρων
      δοτική τῷ φθινοπώρ τοῖς φθινοπώροις
    αιτιατική τὸ φθινόπωρον τὰ φθινόπωρ
     κλητική ! φθινόπωρον φθινόπωρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φθινοπώρω
γεν-δοτ τοῖν  φθινοπώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθινόπωρον, ήδη τον 5ο αιώνα < φθίνω + ὀπώρ(α) + -ον. κυριολεκτικά: Η εποχή που φθίνουν, δηλαδή λιγοστεύουν τα φρούτα ή τελειώνει η ὀπώρα (η εποχή).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθινόπωρον θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]