Μετάβαση στο περιεχόμενο

φθογγόσημο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φθογγόσημο τα φθογγόσημα
      γενική του φθογγόσημου
& φθογγοσήμου
των φθογγόσημων
& φθογγοσήμων
    αιτιατική το φθογγόσημο τα φθογγόσημα
     κλητική φθογγόσημο φθογγόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθογγόσημο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φθογγόσημο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]