φθονερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθονερά < φθονερός

Επίρρημα[επεξεργασία]

φθονερά

  • με τρόπο φθονερό, με φθόνο (για βλέμμα, ενέργεια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φθονερά