φθονερά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]φθονερά < φθονερός
Επίρρημα
[επεξεργασία]φθονερά
- με τρόπο φθονερό, με φθόνο (για βλέμμα, ενέργεια)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φθονερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φθονερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φθονερό