φθοριωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθοριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου *φθοριώνω < φθόριο
Μετοχή[επεξεργασία]
φθοριωμένος, -η, -ο
- (χημεία) (νεολογισμός) που έχει υποστεί φθορίωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθοριωμένος