φθόριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φθόριος < φθείρω
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁ, ἡ φθόριος, το φθόριον
- κυρίως ο σχετικός με άμβλωση ή αποβολή εμβρύου
- ο σχετικός με αποπλάνηση, απώλεια παρθενίας ή βιασμό -ο τελευταίος στα αρχαία ελληνικά λεγόταν και φθορά
- φθόριον ἕδνον : οικονομική αποζημίωση στις παρθένους που διακορεύονταν
- ο καταστρεπτικός