φι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φι ουδέτερο άκλιτο

  • το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (φ, κεφαλαίο: Φ)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • στο πι και φι: πολύ γρήγορα (από την παλιά συνήθεια στα σχολεία να ζητούν οι δάσκαλοι από τους μαθητές να πουν τα χειλικά σύμφωνα, δηλαδή το πι,βι,φι) (→ δείτε τη λέξη άψε σβήσε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]