φιαλίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιαλίδιο τα φιαλίδια
      γενική του φιαλίδιου
φιαλιδίου
των φιαλίδιων
φιαλιδίων
    αιτιατική το φιαλίδιο τα φιαλίδια
     κλητική φιαλίδιο φιαλίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιαλίδιο < υποκοριστικό του φιάλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιαλίδιο ουδέτερο

  • φιάλη μικρού μεγέθους, μικρής χωρητικότητας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]