φιγουράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιγουράρω < φιγούρα + ρηματική παραγωγική κατάληξη
Ρήμα[επεξεργασία]
φιγουράρω
- φαίνομαι σε περίοπτη θέση εγώ ή το όνομά μου, προβάλλομαι
- να σου και ο κυρ Κώστας να φιγουράρει στη φωτογραφία δίπλα στον υπουργό
- το όνομά του φιγουράρει μέρες τώρα στις οικονομικές σελίδες για τη θέση ...