φιγουράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιγουράρω < φιγούρα + ρηματική παραγωγική κατάληξη

Ρήμα[επεξεργασία]

φιγουράρω

  1. φαίνομαι σε περίοπτη θέση εγώ ή το όνομά μου, προβάλλομαι
    να σου και ο κυρ Κώστας να φιγουράρει στη φωτογραφία δίπλα στον υπουργό
    το όνομά του φιγουράρει μέρες τώρα στις οικονομικές σελίδες για τη θέση ...

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]