φιγουρατζίδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιγουρατζίδικος η φιγουρατζίδικη το φιγουρατζίδικο
      γενική του φιγουρατζίδικου της φιγουρατζίδικης του φιγουρατζίδικου
    αιτιατική τον φιγουρατζίδικο τη φιγουρατζίδικη το φιγουρατζίδικο
     κλητική φιγουρατζίδικε φιγουρατζίδικη φιγουρατζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιγουρατζίδικοι οι φιγουρατζίδικες τα φιγουρατζίδικα
      γενική των φιγουρατζίδικων των φιγουρατζίδικων των φιγουρατζίδικων
    αιτιατική τους φιγουρατζίδικους τις φιγουρατζίδικες τα φιγουρατζίδικα
     κλητική φιγουρατζίδικοι φιγουρατζίδικες φιγουρατζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιγουρατζίδικος < φιγουρατζ-ης + -ίδικος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιγουρατζίδικος

  1. αυτός που του αρέσει η φιγούρα ή αυτό που έχει ως κύριο στόχο ή χαρακτηριστικό τη φιγούρα και ως δευτερεύοντα τη λειτουργικότητα
    φιγουρατζίδικο αυτοκίνητο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]