φιδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιδές | οι | φιδέδες |
γενική | του | φιδέ | των | φιδέδων |
αιτιατική | τον | φιδέ | τους | φιδέδες |
κλητική | φιδέ | φιδέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιδές < από την ιταλική fidê ή την ισπανική fideo (ζυμαρικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιδές αρσενικό