φιλάμπελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλάμπελος < φίλος και ἄμπελος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλάμπελος, ος, ον

  1. που αγαπά το κρασί
  2. που αγαπά και φροντίζει τα αμπέλια (π.χ. Θεός)
  3. που είναι πλουσιος σε αμπέλια (περιοχή)