φιλάμπελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλάμπελος, ος, ον
- που αγαπά το κρασί
- που αγαπά και φροντίζει τα αμπέλια (π.χ. Θεός)
- που είναι πλουσιος σε αμπέλια (περιοχή)