Μετάβαση στο περιεχόμενο

φιλία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: φιλιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλία οι φιλίες
      γενική της φιλίας των φιλιών
    αιτιατική τη φιλία τις φιλίες
     κλητική φιλία φιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλία < αρχαία ελληνική φιλία < φίλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fiˈli.a/
τονικό παρώνυμο: φιλιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φιλία θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλί αἱ φιλίαι
      γενική τῆς φιλίᾱς τῶν φιλιῶν
      δοτική τῇ φιλί ταῖς φιλίαις
    αιτιατική τὴν φιλίᾱν τὰς φιλίᾱς
     κλητική ! φιλί φιλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλί
γεν-δοτ τοῖν  φιλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φιλία θηλυκό

  1. φιλική αγάπη, συμπάθεια, στοργή, φιλία· δεν πρέπει να συγχέεται με το ἔρως
      4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1162a)
    Ἀνδρὶ δὲ καὶ γυναικὶ φιλία δοκεῖ κατὰ φύσιν ὑπάρχειν·
    Η φιλία ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα φαίνεται ότι υπάρχει εκ φύσεως·
    Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
  2. αγάπη για κάποιο πράγμα
  3. (φιλοσοφία) η φυσική δύναμη, που ενώνει αταίριαστα στοιχεία και κινήσεις (είναι αντίθετη έννοια της λέξης νεῖκος)
  4. (φιλοσοφία) (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός τρία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη φιλέω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]