φιλίστωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλίστωρ < φίλος + ἳστωρ (ειδήμων, γνώστης, σοφός)

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλίστωρ

  1. ο φιλομαθής, εκείνος που αγαπάει τη γνώση και τη μάθηση
  2. εκείνος που αγαπά ειδικότερα την ιστορία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]