φιλαίτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλαίτιος, ος, ον
- που του αρέσει να κατηγορεί, να ψέγει, φιλοκατήγορος, να δίνει συχνά αιτία, λαβή για προβλήματα
- που τον βάζουν συχνά στο στόχαστρο και τον μέμφονται, όπως τους πολιτικούς (Δημοσθένης)