φιλειρηνικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλειρηνικότητα < φιλειρηνικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλειρηνικότητα θηλυκό
- η αγάπη για την ειρήνη, η προσκόλληση στην ειρήνη, η απέχθεια για τη βία ή τον πόλεμο, ή -στην καθημερινότητα- η αποστροφή προς τις ανταγωνιστικές εντάσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλειρηνικότητα
|