φιλεναδούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλεναδούλα οι φιλεναδούλες
      γενική της φιλεναδούλας
    αιτιατική τη φιλεναδούλα τις φιλεναδούλες
     κλητική φιλεναδούλα φιλεναδούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλεναδούλα < υποκοριστικό της λέξης φιλενάδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλεναδούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]