φιλετάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιλετάκι | τα | φιλετάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φιλετάκι | τα | φιλετάκια |
κλητική | φιλετάκι | φιλετάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλετάκι < υποκοριστικό της λέξης φιλέτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλετάκι ουδέτερο
- το μικρό φιλέτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλετάκι
|