φιλιππικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλιππικός < ελληνιστική κοινή φιλιππικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.li.piˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fi.li.piˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fi.li.piˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλιππικός, -ή, -ό
- ο κάθε ένας από τους τρεις ρητορικούς λόγους του Δημοσθένη κατά του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου
- (κατ’ επέκταση) σφοδρή ρητορική επίθεση και εκτόξευση κατηγοριών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλιππικός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
Φιλιππικός , ή, όν
- που συμπαθεί το Φίλιππο, που πρόσκειται σε αυτόν και συμφωνεί με τις επιδιώξεις του
- οι λόγοι του Δημοσθένη σχετικά με το ζήτημα του Φιλίππου (οι οποίοι εναντιώνονταν σφόδρα στις επιδιώξεις του Φιλίππου)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ο,η Φιλίππειος,ον
[επεξεργασία]
- φιλιππίζω και φιλιππιῶ (πρόσκειμαι στο Φίλιππο)