φιλιόκβε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλιόκβε < λατινική filioque

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλιόκβε ουδέτερο άκλιτο

  • (θρησκεία) και εκ του Υιού (για να δηλώσει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από το Θεό – Πατέρα αλλά και από τον Υιό)
    Η θέση των γυναικών στην ιεροσύνη ή τα ράσα ή το «φιλιόκβε» ουδέποτε συζητήθηκαν. Αντίθετα, μια σειρά από «λαϊκές» δραστηριότητες ολοκληρώνουν την εικόνα για τη μεγάλη αλλαγή στην εκκλησία της Ελλάδας. (*)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]