φιλμάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλμάρισμα < φιλμάρω + -μα < φιλμ + -άρω < αγγλική film < μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją (δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- (καλύπτω, δέρμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /filˈma.ɾi.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλμάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλμάρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλμάρισμα
|