φιλοαγροτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλοαγροτικός, -ή, -ό
- που ακολουθεί πολιτική υπέρ των (συμφερόντων των) αγροτών
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φιλοαγροτικά
- → δείτε τις λέξεις φίλος, αγρότης και αγρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοαγροτικός
|