φιλοδασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοδασικός < φίλος + δάσος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλοδασικός
- αυτός που αγαπά και προστατεύει τα δάση, ο αναφερόμενος στην προστασία των δασών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοδασικός
|