φιλοδικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοδικέω παρασύνθετο του φιλόδικος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοδικέω - φιλοδικῶ (συνηρημένο)
- αγαπώ έντονα τις δίκες, τους δικαστικούς αγώνες
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα φιλοδικέω αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (1, 77)