φιλοδώρημα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φιλοδώρημα | φιλοδωρήματα |
γενική | φιλοδωρήματος | φιλοδωρημάτων |
αιτιατική | φιλοδώρημα | φιλοδωρήματα |
κλητική | φιλοδώρημα | φιλοδωρήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοδώρημα < από το φιλοδωρώ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοδώρημα ουδέτερο (πληθυντικός φιλοδωρήματα)
- Μικρό χρηματικό δώρο που δίνουμε σε κάποιον που φέρνει ένα λογαριασμό, ένα πακέτο, που κάνει μια δουλειά.