φιλοεργοδοτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοεργοδοτικός η φιλοεργοδοτική το φιλοεργοδοτικό
      γενική του φιλοεργοδοτικού της φιλοεργοδοτικής του φιλοεργοδοτικού
    αιτιατική τον φιλοεργοδοτικό τη φιλοεργοδοτική το φιλοεργοδοτικό
     κλητική φιλοεργοδοτικέ φιλοεργοδοτική φιλοεργοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοεργοδοτικοί οι φιλοεργοδοτικές τα φιλοεργοδοτικά
      γενική των φιλοεργοδοτικών των φιλοεργοδοτικών των φιλοεργοδοτικών
    αιτιατική τους φιλοεργοδοτικούς τις φιλοεργοδοτικές τα φιλοεργοδοτικά
     κλητική φιλοεργοδοτικοί φιλοεργοδοτικές φιλοεργοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοεργοδοτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλοεργοδοτικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]