φιλοζωική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοζωική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φιλοζωικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοζωική θηλυκό
- εταιρεία ή οργάνωση προστασίας των ζώων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοζωική
|