φιλοθεάμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοθεάμων
φιλοθεάμονας
η φιλοθεάμων το φιλοθεάμον
      γενική του φιλοθεάμονος
φιλοθεάμονα
της φιλοθεάμονος του φιλοθεάμονος
    αιτιατική τον φιλοθεάμονα τη φιλοθεάμονα το φιλοθεάμον
     κλητική φιλοθεάμων
φιλοθεάμονα
φιλοθεάμων φιλοθεάμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοθεάμονες οι φιλοθεάμονες τα φιλοθεάμονα
      γενική των φιλοθεαμόνων των φιλοθεαμόνων των φιλοθεαμόνων
    αιτιατική τους φιλοθεάμονες τις φιλοθεάμονες τα φιλοθεάμονα
     κλητική φιλοθεάμονες φιλοθεάμονες φιλοθεάμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοθεάμων < αρχαία ελληνική φιλοθεάμων < φίλος + θεώμαι


Επίθετο[επεξεργασία]

φιλοθεάμων

  • που αγαπά τα θεάματα
    το φιλοθέαμον κοινό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]