φιλοκαλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοκαλέω παρασύνθετο του φιλόκαλος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοκαλέω - φιλοκαλῶ (συνηρημένο)
- είμαι φίλος του ωραίου
- καταγίνομαι με τις καλές τέχνες
- όταν συντάσσεται με αιτιατική: επιδιώκω να κάνω καλή εντύπωση