φιλοκαλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοκαλέω παρασύνθετο του φιλόκαλος

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλοκαλέω - φιλοκαλῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι φίλος του ωραίου
  2. καταγίνομαι με τις καλές τέχνες
  • όταν συντάσσεται με αιτιατική: επιδιώκω να κάνω καλή εντύπωση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]