φιλοκερδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

*φιλοκερδέω: παρασύνθετο του φιλοκερδής

Ρήμα[επεξεργασία]

*φιλοκερδέω / φιλοκερδῶ απαντά στούς τύπους: φιλοκερδεῖν & φιλοκερδούντων (μετοχή)

  1. αγαπώ έντονα το κέρδος
  2. είμαι άπληστος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]