φιλοξενώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλοξενώ < ελληνιστική κοινή φιλοξενέω / φιλοξενῶ < αρχαία ελληνική φιλόξενος

φιλοξενώ (παθητική φωνή: φιλοξενούμαι)

  1. υποδέχομαι κάποιον στο σπίτι μου ή στην περιοχή μου
    Το καλοκαίρι μάς φιλοξενεί η θεία μου.
  2. προσκαλώ κάποιον σε κάποιο θέαμα
    Αύριο η εκπομπή μας θα φιλοξενήσει τον υπουργό Παιδείας

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]