φιλοσοφέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοσοφέω: παρασύνθετο του φιλόσοφος

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλοσοφέω / φιλοσοφῶ

  1. αγαπώ έντονα τη γνώση, τη σοφία
  2. είμαι φιλόσοφος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]