φιλοσοφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοσοφία < αρχαία ελληνική φιλοσοφία < φιλο- + -σοφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοσοφία θηλυκό
- η επιστήμη η οποία διερευνά τα θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από τον κόσμο, τον άνθρωπο, τη γνώση, το αγαθό και το ωραίο
- το σύνολο των πεποιθήσεων που καθορίζουν τη στάση και τη δράση ενός ατόμου ή συνόλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοσοφία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φιλοσοφίᾱ | αἱ | φιλοσοφίαι |
γενική | τῆς | φιλοσοφίᾱς | τῶν | φιλοσοφιῶν |
δοτική | τῇ | φιλοσοφίᾳ | ταῖς | φιλοσοφίαις |
αιτιατική | τὴν | φιλοσοφίᾱν | τὰς | φιλοσοφίᾱς |
κλητική ὦ! | φιλοσοφίᾱ | φιλοσοφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοσοφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φιλοσοφίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοσοφία < φιλόσοφ(ος) + -ία. Αναλύεται σε φιλο- + -σοφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλοσοφία [φῐλοσοφῐᾱ] θηλυκό
- αγάπη για γνώση και σοφία
- η έρευνα για την εύρεση της αλήθειας
- η συστηματική μελέτη ενός αντικειμένου
[επεξεργασία]
- ἀφιλοσοφία
- φιλοσοφέω
- φιλοσόφημα
- φιλοσοφικός
- → και δείτε τις λέξεις φιλόσοφος και σοφία
Απόγονοι[επεξεργασία]
φιλοσοφία (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: φιλοσοφία
- ↷ αραβικά: فلسفة (fálsafa)
- ↷ λατινικά: philosophia
- ↷ ρωσικά: филосо́фия (filosófija)
Πηγές[επεξεργασία]
- φιλοσοφία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλοσοφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φιλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σοφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φιλο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σοφία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)