φιλοσοφοῦμεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φιλοσοφοῦμεν

  1. α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φιλοσοφέω
    Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας