φιλοχωρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοχωρέω παρασύνθετο του φιλόχωρος

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλοχωρέω - φιλοχωρῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ έντονα τη χώρα, τον τόπο που βρίσκομαι
  2. είμαι φιλόπατρης

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα φιλοχρηματέω αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (8, 111)