φιλτραρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλτραρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλτράρω
Μετοχή[επεξεργασία]
φιλτραρισμένος, -η, -ο
- που έχει περαστεί από φίλτρο
- φιλτρατισμένος καφές, χυμός ελιάς, αέρας, ήχος
- (μεταφορικά) κάτι που διαστρεβλώνεται ή λογοκρίνεται
- φιλτραρισμένες ειδήσεις