φιλόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλόνι < → λείπει η ετυμολογία
- φιλόνι < φελόνι ή φαιλόνιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλόνι ουδέτερο
- φλέβα κοιτάσματος ενός μετάλλου
- Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. (Ν. Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλόνι ουδέτερο
- το φελόνι ή φαιλόνιο (αμάνικο άμφιο)
- ποιος παπάς μωρέ Θύμιο μου ... δε λειτουργεί ... γιε μ’ χωρίς μην έχει φιλόνι (Δημοτικό τραγούδι από την Κοζάνη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόνι
|