φιλόπρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόπρωτος η φιλόπρωτη το φιλόπρωτο
      γενική του φιλόπρωτου της φιλόπρωτης του φιλόπρωτου
    αιτιατική τον φιλόπρωτο τη φιλόπρωτη το φιλόπρωτο
     κλητική φιλόπρωτε φιλόπρωτη φιλόπρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόπρωτοι οι φιλόπρωτες τα φιλόπρωτα
      γενική των φιλόπρωτων των φιλόπρωτων των φιλόπρωτων
    αιτιατική τους φιλόπρωτους τις φιλόπρωτες τα φιλόπρωτα
     κλητική φιλόπρωτοι φιλόπρωτες φιλόπρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλόπρωτος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈlo.pɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λό‐πρω‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλόπρωτος, -η, -ο

  • που λατρεύει να είναι πρώτος σε κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]